πρωτεύων

πρωτεύων
ουσα , εύον первостепенный; самый первый, самый главный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πρωτεύων" в других словарях:

  • πρωτεύων — πρωτεύω to be the first pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • πριγκιπάλιος — και πριγκίπαρις και πριγκιπάριος, ό, Α 1. πρωτεύων 2. προέδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. principalis «πρώτος, πρωτεύων, πρόεδρος»] …   Dictionary of Greek

  • πριμάριος — ὁ, Α ο πρωτεύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primarius «πρωτεύων»] …   Dictionary of Greek

  • πριμάς — (I) άδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. πρημνάς. (II) ὁ, Α ο πρωτεύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primas, ātis «πρωτεύων»] …   Dictionary of Greek

  • πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …   Dictionary of Greek

  • Херсонес Таврический — (Χερσόνησος ά ποτί τάν Ταυρικάν). История. Χ. в позднейшем (не раньше III в. по Р. Хр.) словоупотреблении Херсон (Χέρσων, откуда Корсунь) основан был Гераклеей Понтийской, черноморской колонией Мегары. К какому времени относится это основание,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …   Dictionary of Greek

  • καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… …   Dictionary of Greek

  • πρεμιέρα — η, Ν η πρώτη παράσταση θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου ή η πρώτη εκτέλεση μουσικής σύνθεσης, αλλ. πρώτη (α. «η πρεμιέρα τής κωμωδίας αυτής δόθηκε πέρυσι» β. «η προχθεσινή πρεμιέρα τής όπερας σημείωσε μεγάλη επιτυχία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»